Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆς στολῆς

См. также в других словарях:

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • βαρβαρική τέχνη — Γενικά, αποκαλείται έτσι η καλλιτεχνική παραγωγή που εμφανίζεται σχεδόν παντού στη Δύση κατά την περίοδο των βαρβαρικών επιδρομών, από τον 5o έως τον 9o αι., και διακρίνεται για την προτίμησή της στα πολύ έντονα γραμμικά διακοσμητικά σχέδια. Η… …   Dictionary of Greek

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

  • κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ροιά — η / ῥοιά, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοιή και ῥόα και ῥοά και ῥοή Α λόγια ονομασία τής ροδιάς νεοελλ. 1. εκρηκτικό βλήμα, παλαιός τύπος χειροβομβίδας που είχε σχήμα ροδιού 2. φρ. «ροιά φλογοβόλος» διακοσμητική αναπαράσταση τού βλήματος με φλόγα να βγαίνει… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ορυκτολογικό Αγίου Κωνσταντίνου Λαυρεωτικής — Το μικρό αυτό μουσείο στεγάζεται από το 1976 σε μία αίθουσα στην πλατεία, όπου βρίσκεται και η κοινότητα του χωριού. Στην Καμάριζα, την αρχαία Μαρωνεία, βρίσκονται και τα αναπαλαιωμένα επιφανειακά κτίρια του μεγαλύτερου σε βάθος και έκταση… …   Dictionary of Greek

  • μαγκλάβιον — μαγκλάβι(ο)ν και μαγκλόβι(ν) και μακλάβι(ν), τὸ (Μ) 1. ρόπαλο, ραβδί 2. το χαρακτηριστικό μαστίγιο τής βυζαντινής περιόδου που ήταν προσαρτημένο στη ζώνη τής στολής 3. το σώμα τών μαγκλαβιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο λατ. *man(u)clavium < manus …   Dictionary of Greek

  • σιρίτι — και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν 1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. διακριτικό τής στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με ει οφείλονται πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • Βένετοι — Μία από τις δύο αντίπαλες φατρίες στις αρματοδρομίες του ιπποδρόμου στο Βυζάντιο. Οι B. λέγονταν και Κυανοί ή Γαλάζιοι και οι αντίπαλοί τους Πράσινοι. Οι ονομασίες αυτές οφείλονταν στο χρώμα της στολής των αρματοδρόμων. Παράλληλα, Β. και Πράσινοι …   Dictionary of Greek

  • φαιοχίτωνες — Ονομάζονταν έτσι, από το χρώμα της στολής που φορούσαν, τα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος της Γερμανίας. Η συνήθεια αυτή επικράτησε το 1925, όταν για πρώτη φορά ο Χίτλερ εμφανίστηκε φορώντας μια τέτοια στολή …   Dictionary of Greek

  • φουστανέλα — η (λ. ιταλ.), είδος κοντής αντρικής φούστας που φτάνει ως το γόνατο, από λευκό ιδίως ύφασμα με πολλές πτυχές, τμήμα της παλιότερης εθνικής ελληνικής ενδυμασίας των αντρών και τώρα της στολής των ευζώνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»